- κολακικός
- κολακικός, -ή, -όν (Α) [κόλαξ]1. κολακευτικός («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», Πολ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακική (ενν. τέχνη)η κολακεία.επίρρ...κολακικώς (AM)κολακευτικώς.
Dictionary of Greek. 2013.